Διπλανός στα δανικά
Μετάφραση: διπλανός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
siden, næste døren, ved siden, næste dør, ved siden af
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διπλανός
διπλανός συνώνυμα, διπλανός λεξικό γλώσσας δανικά, διπλανός στα δανικά
Μεταφράσεις
- διορισμός στα δανικά - aftale, tid, udnævnelse, udnævnelsen, udpegelse
- διοχετεύω στα δανικά - kanal, rende, rør, dræne, afløb, tømme, drænes, ...
- διπλαρώνω στα δανικά - overlapning, overlap, overlapninger, overlapningen, overlapper
- διπλασιάζω στα δανικά - dobbelt, geminate
Τυχαίες λέξεις
Διπλανός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: siden, næste døren, ved siden, næste dør, ved siden af
Μεταφράσεις: siden, næste døren, ved siden, næste dør, ved siden af