Διπλαρώνω στα δανικά
Μετάφραση: διπλαρώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
overlapning, overlap, overlapninger, overlapningen, overlapper
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διπλαρώνω
διπλαρώνω συνώνυμα, διπλαρώνω λεξικό γλώσσας δανικά, διπλαρώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- διοχετεύω στα δανικά - kanal, rende, rør, dræne, afløb, tømme, drænes, ...
- διπλανός στα δανικά - siden, næste døren, ved siden, næste dør, ved siden af
- διπλασιάζω στα δανικά - dobbelt, geminate
- διπλοκατοικία στα δανικά - duplex, dupleks, dupleksudskrivning
Τυχαίες λέξεις
Διπλαρώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: overlapning, overlap, overlapninger, overlapningen, overlapper
Μεταφράσεις: overlapning, overlap, overlapninger, overlapningen, overlapper