Δρομέας στα δανικά
Μετάφραση: δρομέας, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
runner, løber, løberen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δρομέας
δρομέας ποδήλατα, δρομέας άγαλμα, δρομέας τουριστικό γραφείο, δρομέας θεσσαλονίκη, δρομέας καρέκλες, δρομέας λεξικό γλώσσας δανικά, δρομέας στα δανικά
Μεταφράσεις
- δριμύτητα στα δανικά - sværhedsgrad, sværhedsgraden, alvorligheden, alvor, alvoren
- δρομάκι στα δανικά - stræde, bane, gyde, alley, gyden
- δρομολόγιο στα δανικά - rejseplan, rute, rejserute, rejseruten, strækning
- δροσερός στα δανικά - frisk, sund, kølig, fræk, køligt, kølige, koldt, ...
Τυχαίες λέξεις
Δρομέας στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: runner, løber, løberen
Μεταφράσεις: runner, løber, løberen