Δυστυχισμένος στα δανικά

Μετάφραση: δυστυχισμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ulykkelig, ulykkelige, utilfredse, utilfreds, ked
Δυστυχισμένος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυστυχισμένος

χορν δυστυχισμένος, δυστυχισμένος χορν στιχοι, περιπλανώμενοσ δυστυχισμένοσ, δυστυχισμένος γάμος, είμαι δυστυχισμένος, δυστυχισμένος λεξικό γλώσσας δανικά, δυστυχισμένος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δυστυχής στα δανικά - ulykkelig, ulykkelige, utilfredse, utilfreds, ked
  • δυστυχία στα δανικά - elendighed, ulykkelighed, ulykke, utilfredshed, ulykkelig, sorg
  • δυστυχώς στα δανικά - ulykkeligvis, desværre, er desværre, Der er desværre, desværre endnu, er desværre endnu
  • δυσφήμιση στα δανικά - detraction, trækker fra
Τυχαίες λέξεις
Δυστυχισμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ulykkelig, ulykkelige, utilfredse, utilfreds, ked