Δόκιμος στα δανικά
Μετάφραση: δόκιμος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lærling, cadet, kadet, kadetten, aspirant
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δόκιμος
δόκιμος έφεδρος αξιωματικός wiki, δόκιμος έφεδρος αξιωματικός μισθός, δόκιμος έφεδρος αξιωματικός μονιμοποίηση, δόκιμος αξιωματικός, δόκιμος όρος, δόκιμος λεξικό γλώσσας δανικά, δόκιμος στα δανικά
Μεταφράσεις
- δωσιδικία στα δανικά - jurisdiktion, kompetence, retternes kompetence, kompetent
- δόγμα στα δανικά - trossætning, dogme, doktrin, doktrinen, læren, Lære, lærdomme
- δόλιος στα δανικά - lurer, lurende, der lurer, lurking, lur
- δόλος στα δανικά - bedrag, svig, bedrageri, svigagtig adfærd, vildledning
Τυχαίες λέξεις
Δόκιμος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lærling, cadet, kadet, kadetten, aspirant
Μεταφράσεις: lærling, cadet, kadet, kadetten, aspirant