Εγκάθετος στα δανικά

Μετάφραση: εγκάθετος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tunge, sidde, Læn dig, Sid, Sit, Sæt dig
Εγκάθετος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκάθετος

εγκάθετος ορισμός, εγκάθετος λεξικό, εγκάθετος λεξικό γλώσσας δανικά, εγκάθετος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εγγύτητα στα δανικά - nærhed, nærheden, såsom, tæt, afstand
  • εγείρομαι στα δανικά - stige, stiger, rejse, at stige, stigning
  • εγκάρδιος στα δανικά - hjertelig, stor, solid, solidt, hjertelige
  • εγκέφαλος στα δανικά - hjerne, hjernen, hjernens
Τυχαίες λέξεις
Εγκάθετος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tunge, sidde, Læn dig, Sid, Sit, Sæt dig