Ειδικός στα δανικά
Μετάφραση: ειδικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fagmand, sagkyndig, ekspert, dygtig, sagkyndige, eksperten
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ειδικός
ειδικός λογαριασμός πανεπιστημίου κρήτης, ειδικός εκλογικός αριθμός, ειδικός φόρος ακινήτων (ε.φ.α.) νομικών προσώπων, ειδικός φόρος ακινήτων 2014, ειδικός εκλογικός αριθμός (e.e.a.), ειδικός λεξικό γλώσσας δανικά, ειδικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- ειδεχθής στα δανικά - hæslige, hæslig, hæsligt, modbydelige, afskyelige
- ειδικά στα δανικά - især, navnlig, specielt, særligt, særlig
- ειδοποιώ στα δανικά - informere, underrette, underretter, oplyse, meddele
- ειδυλλιακός στα δανικά - idyllisk, idylliske
Τυχαίες λέξεις
Ειδικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fagmand, sagkyndig, ekspert, dygtig, sagkyndige, eksperten
Μεταφράσεις: fagmand, sagkyndig, ekspert, dygtig, sagkyndige, eksperten