Εκσκαφέας στα δανικά

Μετάφραση: εκσκαφέας, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gravemaskine, gravemaskinen, excavator, gravemaskiner, gravemaskinens
Εκσκαφέας στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκσκαφέας

εκσκαφέας-φορτωτής jcb, εκσκαφέας με συρόμενο κάδο, εκσκαφέας-φορτωτής, εκσκαφέας pc200, εκσκαφέας βιντεο, εκσκαφέας λεξικό γλώσσας δανικά, εκσκαφέας στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εκρήγνυμαι στα δανικά - bryde ud, bryde, bryder ud, bryder, udbrud
  • εκροή στα δανικά - afskedige, udstrømning, udstrømningen, træk, udløb, negativ
  • εκστατικός στα δανικά - ekstatisk, ekstatiske, helt vild, henrykt
  • εκστομίζω στα δανικά - rap, til Rap, Rap-
Τυχαίες λέξεις
Εκσκαφέας στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gravemaskine, gravemaskinen, excavator, gravemaskiner, gravemaskinens