Ελαστικός στα δανικά
Μετάφραση: ελαστικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
elastik, elastisk, elastiske
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελαστικός
ελαστικός επίδεσμος, ελαστικός τάπητας, ελαστικός αρμόστοκος, ελαστικός παρθενικός υμένας, ελαστικός στόκος, ελαστικός λεξικό γλώσσας δανικά, ελαστικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- ελίσσομαι στα δανικά - bugte, meander, slynge sig, slynge, bugtende
- ελίτ στα δανικά - elite, eliten, elites
- ελαστικότητα στα δανικά - elasticitet, elasticiteten, elastiske, elastisk
- ελαττωματικός στα δανικά - defekt, defekte, mangelfuld, mangelfulde, er defekt
Τυχαίες λέξεις
Ελαστικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: elastik, elastisk, elastiske
Μεταφράσεις: elastik, elastisk, elastiske