Εμπειρία στα δανικά

Μετάφραση: εμπειρία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
oplevelse, mærke, erfaring, føle, erfaringer, erfaringerne
Εμπειρία στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπειρία

εμπειρία εκδοτική, εμπειρία ζωής, εμπειρία ετυμολογία, εμπειρία και εκπαίδευση dewey, εμπειρία συνώνυμα, εμπειρία λεξικό γλώσσας δανικά, εμπειρία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εμπαικτικός στα δανικά - spottende, Mocking, hån, hånlig, Gøre nar
  • εμπεδώνω στα δανικά - empedono
  • εμπειρογνώμονας στα δανικά - dygtig, ekspert, fagmand, sagkyndig, sagkyndige, eksperten
  • εμπειρογνώμων στα δανικά - dygtig, sagkyndig, ekspert, fagmand, sagkyndige, eksperten
Τυχαίες λέξεις
Εμπειρία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: oplevelse, mærke, erfaring, føle, erfaringer, erfaringerne