Εμπνέω στα δανικά

Μετάφραση: εμπνέω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
indgyde, tilføre, infusion, infusion af, gennemtrænge
Εμπνέω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπνέω

εμπνέω εμπνέεισ, εμμένω λεξικό, εμπνέω λεξικό, εμμένω κλίση, εμπνέω αγγλικά, εμπνέω λεξικό γλώσσας δανικά, εμπνέω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εμπλέκω στα δανικά - hænger fast i maskerne
  • εμπλουτίζω στα δανικά - berige, beriger, berigelse, at berige, berigelse af
  • εμποδίζω στα δανικά - hindre, forhindre, bar, stunt
  • εμποδισμός στα δανικά - blokering, blokere, at blokere, blokerer, blokerende
Τυχαίες λέξεις
Εμπνέω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: indgyde, tilføre, infusion, infusion af, gennemtrænge