Εμποτίζω στα δανικά

Μετάφραση: εμποτίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ingrain
Εμποτίζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμποτίζω

εμπλουτίζω συνώνυμα, εμποτίζω λεξικό γλώσσας δανικά, εμποτίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εμπορεύματα στα δανικά - handle, varer, varerne, gods, goder
  • εμπορικός στα δανικά - kommercielle, kommerciel, kommercielt, erhvervsmæssig, handelspolitik
  • εμπρηστής στα δανικά - brandstifter, brandstifteren, arsonist, pyroman, ildspåsætter
  • εμπρηστικός στα δανικά - inflammatorisk, inflammatoriske, provokerende
Τυχαίες λέξεις
Εμποτίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ingrain