Εμφυσώ στα δανικά
Μετάφραση: εμφυσώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
indpode, indprente, indskærpe, indoptage, at indpode
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμφυσώ
εμφυσώ συνώνυμα, εμφυσώ συνώνυμο, εμφυσώ μετάφραση, εμφυσώ βικιλεξικο, εμφυσώ λεξικό γλώσσας δανικά, εμφυσώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- εμφατικός στα δανικά - eftertrykkelig, eftertrykkeligt, empatisk, indtrængende, eftertrykkelige
- εμφιαλώνω στα δανικά - flaske, flasker, flaskerne
- εμφυτεύω στα δανικά - sæd, frø, implantat, implantatet, implantatets, implantation
- εμψυχώνω στα δανικά - genoplive, genopliver
Τυχαίες λέξεις
Εμφυσώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: indpode, indprente, indskærpe, indoptage, at indpode
Μεταφράσεις: indpode, indprente, indskærpe, indoptage, at indpode