Ενήλικος στα δανικά
Μετάφραση: ενήλικος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
voksen, voksne, voksent, voksenuddannelse, voksen-
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενήλικος
ενήλικος ορισμός, ενήλικος σημασια, ενήλικος ημιπληγικός bobath, ενήλικος ή ενήλικας, ενήλικος σκύλος, ενήλικος λεξικό γλώσσας δανικά, ενήλικος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ενέργεια στα δανικά - handling, indsats, aktion, sag, aktioner
- ενήλικας στα δανικά - voksen, voksne, voksent, voksenuddannelse, voksen-
- ενίσχυση στα δανικά - forstærkning, amplifikation, amplificering, opformering
- εναγής στα δανικά - sagsøger, sagsøgeren, sagsoegeren, sagsøgerens, klageren
Τυχαίες λέξεις
Ενήλικος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: voksen, voksne, voksent, voksenuddannelse, voksen-
Μεταφράσεις: voksen, voksne, voksent, voksenuddannelse, voksen-