Ενθουσιώδης στα δανικά

Μετάφραση: ενθουσιώδης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
entusiastiske, entusiastisk, begejstret, begejstrede, brænder
Ενθουσιώδης στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενθουσιώδης

ενθουσιώδης συνωνυμα, ενθουσιώδης κλιση, ενθουσιώδης συνωνυμο, ενθουσιώδης ορισμός, ενθουσιώδης λεξικό γλώσσας δανικά, ενθουσιώδης στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ενθουσιασμένος στα δανικά - ophidset, glade, begejstrede, begejstret, glade for
  • ενθουσιασμός στα δανικά - begejstring, entusiasme, begejstringen, entusiasmen
  • ενθύμιο στα δανικά - souvenir, Memento, minde
  • ενιαίος στα δανικά - uniform, United, Forenede, Amerikas Forenede, forenet, Det Forenede
Τυχαίες λέξεις
Ενθουσιώδης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: entusiastiske, entusiastisk, begejstret, begejstrede, brænder