Εντατικοποίηση στα δανικά
Μετάφραση: εντατικοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
intensivering, intensiveringen, en intensivering, styrkelse, intensivere
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εντατικοποίηση
εντατικοποίηση συνώνυμα, εντατικοποίηση της εργασίας, εντατικοποίηση σπουδών, εντατικοποίηση γεωργίας, εντατικοποίηση λεξικό γλώσσας δανικά, εντατικοποίηση στα δανικά
Μεταφράσεις
- εντάσσω στα δανικά - I indbefatter, I omfatter, jeg medtage, jeg inkludere, medtager jeg
- εντατικά στα δανικά - intensivt, intenst, intensiv, indgående, intensivt med
- εντατικός στα δανικά - intensiv, intensive, intensivt, en intensiv, intens
- εντείνω στα δανικά - intensivere, styrke, at intensivere, øge, forstærke
Τυχαίες λέξεις
Εντατικοποίηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: intensivering, intensiveringen, en intensivering, styrkelse, intensivere
Μεταφράσεις: intensivering, intensiveringen, en intensivering, styrkelse, intensivere