Εξάπλωση στα δανικά

Μετάφραση: εξάπλωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sprede, spredning, at sprede, spredning af, spreder
Εξάπλωση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξάπλωση

εξάπλωση των τούρκων, εξάπλωση αγγλικά, εξάπλωση των αράβων, εξάπλωση συνώνυμο, εξάπλωση χριστιανισμού, εξάπλωση λεξικό γλώσσας δανικά, εξάπλωση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εξάμηνο στα δανικά - semester, halvår, halve år, halvåret
  • εξάνθημα στα δανικά - udslæt, hududslæt, udslættet, udslet
  • εξάπτω στα δανικά - tænde, ophidse, vække, excitere, begejstre, excite
  • εξάρθρωση στα δανικά - dislokation, forstyrrelser, forvridning, forskydning, uro
Τυχαίες λέξεις
Εξάπλωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sprede, spredning, at sprede, spredning af, spreder