Εξάρθρωση στα δανικά

Μετάφραση: εξάρθρωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dislokation, forstyrrelser, forvridning, forskydning, uro
Εξάρθρωση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξάρθρωση

εξάρθρωση γνάθου, εξάρθρωση ισχίου, εξάρθρωση γονάτου, εξάρθρωση επιγονατίδας, εξάρθρωση δακτύλου, εξάρθρωση λεξικό γλώσσας δανικά, εξάρθρωση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εξάπλωση στα δανικά - sprede, spredning, at sprede, spredning af, spreder
  • εξάπτω στα δανικά - tænde, ophidse, vække, excitere, begejstre, excite
  • εξάρτημα στα δανικά - del, komponent, bestanddel, element, komponenten
  • εξάρτηση στα δανικά - afhængighed, afhængigheden, afhængige, afhængighed af, afhængig
Τυχαίες λέξεις
Εξάρθρωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dislokation, forstyrrelser, forvridning, forskydning, uro