Εξερευνώ στα δανικά
Μετάφραση: εξερευνώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
undersøge, udforske, gå på opdagelse, gå på opdagelse i, opdagelse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξερευνώ
εξερευνώ το ανθρώπινο σώμα, εξερευνώ την πόλη μου, εξερευνώ το ανθρώπινο σώμα free download, εξερευνώ συνώνυμα, εξερευνώ την επιστήμη, εξερευνώ λεξικό γλώσσας δανικά, εξερευνώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- εξελικτικός στα δανικά - evolutional, evolutionshistorie
- εξερευνητής στα δανικά - explorer, opdagelsesrejsende, Stifinder
- εξερεύνηση στα δανικά - undersøgelse, udforskning, efterforskning, udforskningen, udforske
- εξετάζω στα δανικά - teste, undersøge, lirke, Pry, Lirk, snuse, snage
Τυχαίες λέξεις
Εξερευνώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: undersøge, udforske, gå på opdagelse, gå på opdagelse i, opdagelse
Μεταφράσεις: undersøge, udforske, gå på opdagelse, gå på opdagelse i, opdagelse