Επίπλευση στα δανικά

Μετάφραση: επίπλευση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
flotation, børsnotering, flydeevne, børsintroduktion, flotation enhed
Επίπλευση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίπλευση

βύθιση επίπλευση, επίπλευση λεξικό γλώσσας δανικά, επίπλευση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επίπεδο στα δανικά - jævn, høvl, flad, plan, flyvemaskine, niveau, fly, ...
  • επίπεδος στα δανικά - jævn, flad, lejlighed, fladskærms, flade, fladt, fast
  • επίπληξη στα δανικά - dadle, bebrejdelse, irettesættelse, Trusel, Tugtelsens, anklage
  • επίπλωση στα δανικά - møbler, inventar, indrettet, møblering, indretning
Τυχαίες λέξεις
Επίπλευση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: flotation, børsnotering, flydeevne, børsintroduktion, flotation enhed