Επίπλωση στα δανικά
Μετάφραση: επίπλωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
møbler, inventar, indrettet, møblering, indretning
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίπλωση
επιπλωση σπιτιού, επίπλωση γκαρσονιέρας, επίπλωση παιδικού δωματίου, επίπλωση κουζίνασ, επίπλωση φαρμακείου, επίπλωση λεξικό γλώσσας δανικά, επίπλωση στα δανικά
Μεταφράσεις
- επίπλευση στα δανικά - flotation, børsnotering, flydeevne, børsintroduktion, flotation enhed
- επίπληξη στα δανικά - dadle, bebrejdelse, irettesættelse, Trusel, Tugtelsens, anklage
- επίπονος στα δανικά - besværlig, omstændelig, arbejdskrævende, besværlige, møjsommelig
- επίπτωση στα δανικά - virkning, udfald, følge, resultat, konsekvens, forekomst, forekomsten, ...
Τυχαίες λέξεις
Επίπλωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: møbler, inventar, indrettet, møblering, indretning
Μεταφράσεις: møbler, inventar, indrettet, møblering, indretning