Επανορθώνω στα δανικά
Μετάφραση: επανορθώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
berigtige, rette, korrigere, afhjælpe, rette op
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επανορθώνω
επανορθώνω αγγλικά, επανορθώνω συνωνυμα, επανορθώνω συνωνυμο, επανορθώνω λεξικό γλώσσας δανικά, επανορθώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- επανδρώνω στα δανικά - menneske, mand, epandrono
- επανεμφάνιση στα δανικά - genkomst, tilbagevenden, genetablering, genopblussen, tilbagefald
- επανόρθωση στα δανικά - klagemuligheder, oprejsning, klageadgang, erstatning, retsmidler
- επαρκής στα δανικά - tilstrækkelig, nok, tilstrækkeligt, tilstrækkelige, er tilstrækkelig
Τυχαίες λέξεις
Επανορθώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: berigtige, rette, korrigere, afhjælpe, rette op
Μεταφράσεις: berigtige, rette, korrigere, afhjælpe, rette op