Επιβάτης στα δανικά

Μετάφραση: επιβάτης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
passager, personbefordring, passagerer, passageren, passager-
Επιβάτης στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιβάτης

επιβάτης του χαμένου boeing ανέβασε πριν δύο ώρες status στο facebook, επιβάτης προαστιακού, επιβάτης δάρρα, επιβάτης του μπόινγκ ανέβασε φωτογραφία δείτε τι δείχνει, επιβάτης στίχοι, επιβάτης λεξικό γλώσσας δανικά, επιβάτης στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επηρεάζω στα δανικά - svaje, sway, herredømme, svaj, herskede
  • επιβάλλω στα δανικά - institut, oprette, anrette, forvolde, forårsage, at anrette, forvolder
  • επιβίβαση στα δανικά - boarding, bording, boardingafvisning, ombordstigning, opbringningen
  • επιβίωση στα δανικά - overlevelse, overleve, at overleve, overlevelsen
Τυχαίες λέξεις
Επιβάτης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: passager, personbefordring, passagerer, passageren, passager-