Επιβλέπω στα δανικά

Μετάφραση: επιβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
overopsyn, føre overopsyn, opsyn med
Επιβλέπω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιβλέπω

επιβάλλω αγγλικα, επιβάλλω english, επιβλέπω αόριστοσ, επιβλέπω translation, επιβάλλω στα αγγλικά, επιβλέπω λεξικό γλώσσας δανικά, επιβλέπω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επιβιβάζομαι στα δανικά - bræt, gå i gang, kast, indlede, påbegynde, iværksætte
  • επιβιβάζω στα δανικά - gå i gang, kast, indlede, påbegynde, iværksætte
  • επιβλαβής στα δανικά - skadelig, skadelige, skadeligt, skade, skadevoldende
  • επιβλητικός στα δανικά - pålægge, indførelse, indførelse af, om indførelse, om indførelse af
Τυχαίες λέξεις
Επιβλέπω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: overopsyn, føre overopsyn, opsyn med