Επισφαλής στα δανικά
Μετάφραση: επισφαλής, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
farlig, usikker, usikre, usikkert, utilstrækkeligt fastgjort, utryg
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επισφαλής
επισφαλεις απαιτήσεις, επισφαλής πελάτες, επισφαλής βικιπαιδεια, επισφαλής εργασία γυναικεία εργασία, επισφαλής ερμηνεία, επισφαλής λεξικό γλώσσας δανικά, επισφαλής στα δανικά
Μεταφράσεις
- επιστύλιο στα δανικά - arkitrav, Arkitraven, gerigt, indfatningen, indfatning
- επισυνάπτω στα δανικά - befæste, vedlægge, omslutte, vedlægges, vedlægger, omslutter
- επισύρω στα δανικά - tiltrække, trække, tegne, pådrage sig, pådrage, ifalde, er tilhængere, ...
- επιτήδειος στα δανικά - ekspert, dygtig, behændig, Ferme, fingernem, ferm, deft
Τυχαίες λέξεις
Επισφαλής στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: farlig, usikker, usikre, usikkert, utilstrækkeligt fastgjort, utryg
Μεταφράσεις: farlig, usikker, usikre, usikkert, utilstrækkeligt fastgjort, utryg