Εύσωμος στα δανικά
Μετάφραση: εύσωμος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tyk, korpulent, portly, statelig, korpulente
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εύσωμος
εύσωμος λεξικό γλώσσας δανικά, εύσωμος στα δανικά
Μεταφράσεις
- εύστροφος στα δανικά - omskiftelig, flakkende, shifty, lusket, undvigende
- εύσχημος στα δανικά - besnærende, spidsfindig, bestikkende
- εύφλεκτος στα δανικά - brandfarlig, brandfarlige, brandfarligt, brændbart, brændbar
- εύχομαι στα δανικά - vilje, ønske, ville, ønsker, vil, gerne, ønsker det
Τυχαίες λέξεις
Εύσωμος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tyk, korpulent, portly, statelig, korpulente
Μεταφράσεις: tyk, korpulent, portly, statelig, korpulente