Θαυμάζω στα δανικά
Μετάφραση: θαυμάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
beundre, beundrer, at beundre, kan beundre
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θαυμάζω
θαυμάζω αρχικοί χρόνοι, θαυμάζω αρχαία, θαυμάζω συνώνυμα, θαυμάζω στα αγγλικα, ονειροκρίτης θαυμάζω, θαυμάζω λεξικό γλώσσας δανικά, θαυμάζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- θαρραλέα στα δανικά - modigt, modig, modigt at, tappert, så modigt
- θαρραλέος στα δανικά - tapper, tyk, modig, modige, modigt
- θαυμάσιος στα δανικά - vidunderlig, dejlig, vidunderlige, vidunderligt, fantastisk
- θαυμασμός στα δανικά - vidunder, beundring, beundrer, beundrende
Τυχαίες λέξεις
Θαυμάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: beundre, beundrer, at beundre, kan beundre
Μεταφράσεις: beundre, beundrer, at beundre, kan beundre