Θελκτικός στα δανικά
Μετάφραση: θελκτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hentning, hente, at hente, henter, hentning af
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θελκτικός
θελκτικός συνώνυμα, θελκτικός λεξικό γλώσσας δανικά, θελκτικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- θεατής στα δανικά - viewer, seeren, fremviser, seer, beskueren
- θεατρικός στα δανικά - teatralsk, teatralske, teaterkulisser, teater
- θεμέλιο στα δανικά - grund, fundament, Foundation, grundlaget, Fonden, fundamentet
- θεματοφύλακας στα δανικά - depositar, depositaren, depositarens
Τυχαίες λέξεις
Θελκτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hentning, hente, at hente, henter, hentning af
Μεταφράσεις: hentning, hente, at hente, henter, hentning af