Θρησκευτικός στα δανικά
Μετάφραση: θρησκευτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
religiøse, religiøs, religiøst, religion, den religiøse
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θρησκευτικός
θρησκευτικός τουρισμός ορισμός, θρησκευτικός φονταμενταλισμός, θρησκευτικός ρατσισμός, θρησκευτικός ουμανισμός, θρησκευτικός γάμος, θρησκευτικός λεξικό γλώσσας δανικά, θρησκευτικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- θρηνώ στα δανικά - beklage, begræde, sørge, sørger, sørge over, sørger over
- θρησκεία στα δανικά - religion, religionen, religionsfrihed, religionens
- θρησκευόμενος στα δανικά - religiøse, religiøs, religiøst, religion, den religiøse
- θριαμβευτικά στα δανικά - jublende, triumferende, glædestrålende, jubel
Τυχαίες λέξεις
Θρησκευτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: religiøse, religiøs, religiøst, religion, den religiøse
Μεταφράσεις: religiøse, religiøs, religiøst, religion, den religiøse