Ιδίως στα δανικά
Μετάφραση: ιδίως, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
især, navnlig, særlig, særligt, specielt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδίως
ιδίως λεξικο, ιδίως συνώνυμα, ιδίως συνώνυμο, ιδίως λεξικό γλώσσας δανικά, ιδίως στα δανικά
Μεταφράσεις
- ιατρός στα δανικά - doktor, læge, lægen, læge med, lægens
- ιδέα στα δανικά - begreb, idé, ide, ideen, tanken, idéen
- ιδανικός στα δανικά - ideel, forbillede, ideal, ideelle, ideelt, fremragende
- ιδεαλισμός στα δανικά - idealisme, idealismen, idealistiske, idealismens
Τυχαίες λέξεις
Ιδίως στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: især, navnlig, særlig, særligt, specielt
Μεταφράσεις: især, navnlig, særlig, særligt, specielt