Κάπα στα δανικά
Μετάφραση: κάπα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
cape, kappe, Kap, i Cape, forbjerget
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάπα
κάπα καθημερινής, κάπα πάτρα, κάπα samantha sotos, κάπα research για το βήμα της κυριακής, κάπα studios, κάπα λεξικό γλώσσας δανικά, κάπα στα δανικά
Μεταφράσεις
- κάμπτω στα δανικά - svinge, bøje, sving, Bend, bøjning, bøjningen
- κάνω στα δανικά - lave, konstruere, producere, gøre, gør, do, at gøre
- κάπαρη στα δανικά - kapers, capers, krumspring
- κάποιος στα δανικά - nogen, en, en person, person
Τυχαίες λέξεις
Κάπα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: cape, kappe, Kap, i Cape, forbjerget
Μεταφράσεις: cape, kappe, Kap, i Cape, forbjerget