Κέφι στα δανικά

Μετάφραση: κέφι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
humør, stemning, fornøjelse, sjov, sjovt, sjove, det sjovt, fun
Κέφι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κέφι

κέφι γλέντι και φιγούρα, κέφι συνώνυμα, κέφι pronunciation, κέφι ετυμολογία, κέφι tours, κέφι λεξικό γλώσσας δανικά, κέφι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κέρμα στα δανικά - mønt, mønten, mønter, sag, coin
  • κέρσορας στα δανικά - markøren, cursor, markør, cursoren, markørens
  • κέφια στα δανικά - spiritus, ånder, humør, ånderne
  • κήλη στα δανικά - brok, hernie, hernia
Τυχαίες λέξεις
Κέφι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: humør, stemning, fornøjelse, sjov, sjovt, sjove, det sjovt, fun