Καθημερινός στα δανικά
Μετάφραση: καθημερινός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
daglig, daglige, dagligt, hver dag, dag
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθημερινός
καθημερινός συνώνυμο, καθημερινόσ συνώνυμα, καθημερινός καθαρισμός προσώπου, καθημερινός πολιτισμός, καθημερινός πονοκέφαλος, καθημερινός λεξικό γλώσσας δανικά, καθημερινός στα δανικά
Μεταφράσεις
- καθηγήτρια στα δανικά - lærer, instruktør, professor, professoren, er professor
- καθηγητής στα δανικά - instruktør, lærer, professor, professoren, er professor
- καθησυχάζω στα δανικά - tranquilize, beroligende, beroligende medikamenter, virke beroligende, beroligende på
- καθησύχαση στα δανικά - tryghed, forsikring, beroligelse, forsikring om, sikkerhed for
Τυχαίες λέξεις
Καθημερινός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: daglig, daglige, dagligt, hver dag, dag
Μεταφράσεις: daglig, daglige, dagligt, hver dag, dag