Καθοδηγώ στα δανικά

Μετάφραση: καθοδηγώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
direkte, lede, vejledning, lige, føre, guide, vejlede, styre
Καθοδηγώ στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθοδηγώ

καθοδηγώ ετυμολογία, καθοδηγώ συνώνυμα, καθοδηγώ συνώνυμο, καθοδηγώ english, καθοδηγώ λεξικό γλώσσας δανικά, καθοδηγώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καθιστώ στα δανικά - gøre, gør, yde, gengive, gøre det
  • καθοδήγηση στα δανικά - vejledning, retningslinjer, vejledende, vejledningen
  • καθολικός στα δανικά - katolsk, katolske, Catholic, katolik
  • καθομιλούμενος στα δανικά - jargon, konversation, conversational, samtale, klartext, konverserende
Τυχαίες λέξεις
Καθοδηγώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: direkte, lede, vejledning, lige, føre, guide, vejlede, styre