Καθρέφτης στα δανικά
Μετάφραση: καθρέφτης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
spejl, Mirror, Spejl, spejle
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθρέφτης
καθρέφτης αλμωπίας, καθρέπτης μπάνιου, καθρέφτης ικεα, καθρέφτης όνειρο, καθρέφτης αυτοκινήτου για μωρά, καθρέφτης λεξικό γλώσσας δανικά, καθρέφτης στα δανικά
Μεταφράσεις
- καθορισμένος στα δανικά - sætte, apparat, tilberede, mængde, fast, faste, bestemt, ...
- καθοριστικός στα δανικά - determinant, afgørende, faktor, bestemmende, determinanten
- καθυστέρηση στα δανικά - udsætte, forsinkelse, forsinkelsen, muligt, forsinkelser, forsinket
- καθυστερημένος στα δανικά - sen, retarderede, forsinket, retarderet, forsinkes, udviklingshæmmede
Τυχαίες λέξεις
Καθρέφτης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: spejl, Mirror, Spejl, spejle
Μεταφράσεις: spejl, Mirror, Spejl, spejle