Καλπάζω στα δανικά
Μετάφραση: καλπάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
galop, Gallop, Firspring
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλπάζω
καλπάζω συνώνυμο, καλπάζω συνωνυμο, καλπάζω λεξικό γλώσσας δανικά, καλπάζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- καλοφαγάς στα δανικά - gourmand, gourmand'er
- καλοφτιαγμένος στα δανικά - velskabt, velformet, velformede, velskabte
- καλπασμός στα δανικά - galop, Gallop, Firspring
- καλόβουλος στα δανικά - hærdet, lunkent, tempereret, af hærdet, humør
Τυχαίες λέξεις
Καλπάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: galop, Gallop, Firspring
Μεταφράσεις: galop, Gallop, Firspring