Καπέλο στα δανικά

Μετάφραση: καπέλο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hat, hatten, hue, hatte
Καπέλο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καπέλο

καπέλο πειρατή, καπέλο καβουράκι, καπέλο τζόκεϊ, καπέλο ονειροκρίτης, καπέλο παναμά, καπέλο λεξικό γλώσσας δανικά, καπέλο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καπάκι στα δανικά - låg, øjenlåg, låget, dækslet, lågets
  • καπάτσος στα δανικά - dreven, listig, snu, ressourcestærke, opfindsomme, opfindsom, ressourcestærk, ...
  • καπαρώνω στα δανικά - bestille, bog, bind, bespeak
  • καπατσοσύνη στα δανικά - gåpåmod, gumption, gåpåmod til
Τυχαίες λέξεις
Καπέλο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hat, hatten, hue, hatte