Καραμέλα στα δανικά
Μετάφραση: καραμέλα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sød, slik, liflig, dessert, kær, candy
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καραμέλα
καραμέλα 2014, καραμέλα γάλακτος, καραμέλα βουτύρου, καραμέλα club, καραμέλα συνταγή, καραμέλα λεξικό γλώσσας δανικά, καραμέλα στα δανικά
Μεταφράσεις
- καρίνα στα δανικά - køl, kølen, keel, kølens, hvis køl
- καρακάξα στα δανικά - skade, magpie, Skaden, husskade, af Magpie
- καραμούζα στα δανικά - trompet, kornet, Karamouza
- καραμπίνα στα δανικά - skydevåben, riffel, gevær, karabin, Carbine, karabinen
Τυχαίες λέξεις
Καραμέλα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sød, slik, liflig, dessert, kær, candy
Μεταφράσεις: sød, slik, liflig, dessert, kær, candy