Καρπός στα δανικά
Μετάφραση: καρπός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
frugt, frugter, frugten, af frugt, frugt-
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καρπός
καρπός δάφνης, καρπός χεριού, καρπός στα αγγλικά, καρπός κόλα, καρπός δρύπη, καρπός λεξικό γλώσσας δανικά, καρπός στα δανικά
Μεταφράσεις
- καρπαζώνω στα δανικά - gennemslagskraft, slagkraft, indflydelse, pondus, tyngde
- καρποφόρος στα δανικά - frugtbar, frugtbart, frugtbare, et frugtbart, udbytterig
- καρτέρι στα δανικά - fælde, fælden, trap, fange
- καρτερία στα δανικά - tålmodighed, udholdenhed, holdbarhed, endurance, udholdenhedstræning
Τυχαίες λέξεις
Καρπός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: frugt, frugter, frugten, af frugt, frugt-
Μεταφράσεις: frugt, frugter, frugten, af frugt, frugt-