Κατάκτηση στα δανικά

Μετάφραση: κατάκτηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
erobring, erobringen, erobringer, erobre
Κατάκτηση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάκτηση

κατάκτηση τησ μητρικήσ γλώσσασ, κατάκτηση 1453, κατάκτηση της ελλάδας από τους ρωμαίους, κατάκτηση της σελήνης, κατάκτηση της γλώσσας, κατάκτηση λεξικό γλώσσας δανικά, κατάκτηση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κατάθλιψη στα δανικά - lavtryk, depression, depressioner, af depression, depressionen
  • κατάκαρδα στα δανικά - hjerteligt, varmt, helhjertet, hjertelig, inderligt
  • κατάληξη στα δανικά - følge, slutning, ende, endelse, suffiks, suffix, endelsen, ...
  • κατάληψη στα δανικά - beskæftigelse, job, besættelse, arbejde, stilling, beslaglæggelse, anfald, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατάκτηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: erobring, erobringen, erobringer, erobre