Κατασκευάζω στα δανικά
Μετάφραση: κατασκευάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fabrikere, fremstille, konstruere, producere, bygge, fremstilling, fremstilling af, at fremstille
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατασκευάζω
κατασκευάζω σελιδοδείκτες, κατασκευάζω χαρταετό, κατασκευάζω κοσμήματα, κατασκευάζω συνώνυμα, κατασκευάζω θερμοκήπιο, κατασκευάζω λεξικό γλώσσας δανικά, κατασκευάζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- καταρροή στα δανικά - katar, katarrh, catarrh, snue
- κατασκήνωση στα δανικά - camping, lejr, lejren, camp, campingplads
- κατασκευή στα δανικά - struktur, konstruktion, entreprenør, opførelse, byggeri, opførelsen
- κατασκευαστής στα δανικά - producer, fabrikant, producent, fabrikanten, producenten, fabrikantens
Τυχαίες λέξεις
Κατασκευάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fabrikere, fremstille, konstruere, producere, bygge, fremstilling, fremstilling af, at fremstille
Μεταφράσεις: fabrikere, fremstille, konstruere, producere, bygge, fremstilling, fremstilling af, at fremstille