Κατηγορούμενος στα δανικά
Μετάφραση: κατηγορούμενος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
anklagede, anklaget, beskyldt, tiltalte, beskyldte
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατηγορούμενος
ονειροκρίτης κατηγορούμενος, δις κατηγορούμενος, κατηγορούμενος συνωνυμο, κατηγορούμενος στα αγγλικά, κατηγορούμενος αγγλικα, κατηγορούμενος λεξικό γλώσσας δανικά, κατηγορούμενος στα δανικά
Μεταφράσεις
- κατηγορία στα δανικά - reklamation, anklage, sigtelse, læs, kategori, kategorien, i kategorien, ...
- κατηγορηματικός στα δανικά - selvhævdende, selvsikker, assertiv, selvbevidst, assertive
- κατηγορώ στα δανικά - anklage, skylden, skyld, skyde skylden
- κατηφορίζω στα δανικά - skråning, hældning, skrænt, gå ned ad bakke, gå nedad, ned ad bakke
Τυχαίες λέξεις
Κατηγορούμενος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: anklagede, anklaget, beskyldt, tiltalte, beskyldte
Μεταφράσεις: anklagede, anklaget, beskyldt, tiltalte, beskyldte