Κείμαι στα δανικά

Μετάφραση: κείμαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
løgn, lyve, ligge, keimai
Κείμαι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κείμαι

κείμαι ετυμολογια, κείμαι κλίση, κείμαι αρχικοί χρόνοι, κείμαι λεξικό γλώσσας δανικά, κείμαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καύσιμο στα δανικά - brændbart, brændbare, brændbar, brandbart, brandbare
  • καύσιμος στα δανικά - brændbart, brændbare, brændbar, brandbart, brandbare
  • κείμενο στα δανικά - tekst, teksten, udgave, ordlyd
  • κειμήλιο στα δανικά - juvel, skat, perle, juvelen, smykker
Τυχαίες λέξεις
Κείμαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: løgn, lyve, ligge, keimai