Κερδοσκοπία στα δανικά
Μετάφραση: κερδοσκοπία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
spekulation, spekulationer, spekulationer om, spekulationen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κερδοσκοπία
κερδοσκοπία προθεσμίας, κερδοσκοπία του έλληνα πρωθυπουργού σε βάρος της χώρας του, κερδοσκοπία συνώνυμο, κερδοσκοπία στην αγορά συναλλάγματος, κερδοσκοπία αντί ενημέρωσης, κερδοσκοπία λεξικό γλώσσας δανικά, κερδοσκοπία στα δανικά
Μεταφράσεις
- κερδίζω στα δανικά - opnå, fortjene, få, vinde, win, sejr, Vind, ...
- κερδομανής στα δανικά - kerdomanis
- κερδοσκοπικός στα δανικά - spekulative, spekulativ, spekulation, spekulativt, spekulationsøjemed
- κερδοσκοπώ στα δανικά - spekulant
Τυχαίες λέξεις
Κερδοσκοπία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: spekulation, spekulationer, spekulationer om, spekulationen
Μεταφράσεις: spekulation, spekulationer, spekulationer om, spekulationen