Κοινότητα στα δανικά

Μετάφραση: κοινότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
samfund, fællesskab, community, samfundet, fællesskabet
Κοινότητα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοινότητα

κοινότητα συνώνυμα, κοινότητα σαμαρίνας, κοινότητα των άμις, κοινότητα αφγανών, κοινότητα λογιστών, κοινότητα λεξικό γλώσσας δανικά, κοινότητα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κοινόβιο στα δανικά - munkekloster, Priory, kloster, priorat, munkekloster fra
  • κοινός στα δανικά - led, offentlig, fælles, ordinær, faelles, fællesmarkedet, almindelige, ...
  • κοινότυπος στα δανικά - banal, banalt, banale, fortærsket
  • κοινώς στα δανικά - almindeligvis, almindeligt, normalt, ofte, sædvanligvis
Τυχαίες λέξεις
Κοινότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: samfund, fællesskab, community, samfundet, fællesskabet