Κολλητός στα δανικά
Μετάφραση: κολλητός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nær, lukke, kammerat, fyr, Dude
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολλητός
κολλητός βικιλεξικο, κολλητός συνώνυμα, κολλητός φίλος, κολλητός των αδελφών κασιδιάρη ο υιός μπαλτάκου, κολλητός λεξικό γλώσσας δανικά, κολλητός στα δανικά
Μεταφράσεις
- κολλαρίζω στα δανικά - stivelse, stive, kollarizo
- κολλητικός στα δανικά - klistret, klæbrig, smitsom, infektiøs, infektiøse, infektiøst, infektioes
- κολλιτσίδα στα δανικά - burre, burren, skræppe
- κολλώ στα δανικά - lim, klister, klistre, lime, stick, pind, stok, ...
Τυχαίες λέξεις
Κολλητός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nær, lukke, kammerat, fyr, Dude
Μεταφράσεις: nær, lukke, kammerat, fyr, Dude