Κρύπτη στα δανικά
Μετάφραση: κρύπτη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
krypt, crypt, krypten
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρύπτη
κρύπτη μακεδονικού αγώνα, κρύπτη αγίας φιλοθέης, γονατάς κρύπτη, κρύπτη μελίσσια, κρύπτη τρίκαλα, κρύπτη λεξικό γλώσσας δανικά, κρύπτη στα δανικά
Μεταφράσεις
- κρύβω στα δανικά - skjule, skind, skjul, gemme, skjuler, gemme sig
- κρύος στα δανικά - snue, forkølelse, kold, kulde, koldt, kolde, kulden
- κρύσταλλος στα δανικά - krystal, krystaller, crystal, krystalrosa, krystalvedhæng
- κτήμα στα δανικά - gods, ejendom, egenskab, bondegård, estate, boet, ejendommen
Τυχαίες λέξεις
Κρύπτη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: krypt, crypt, krypten
Μεταφράσεις: krypt, crypt, krypten