Κωπηλατώ στα δανικά
Μετάφραση: κωπηλατώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ro, skænderi, række, mundhuggeri, kano, kanoen, kanoer, canoe
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κωπηλατώ
κωπηλατώ λεξικό γλώσσας δανικά, κωπηλατώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- κωνοφόρος στα δανικά - nåletræ, nåletræs, nåletræer, af nåletræ, koglebærende
- κωπηλασία στα δανικά - roning, Rowing, ro, at ro, Romaskiner
- κόβω στα δανικά - skære, sever, bryde, adskille, afskære, skille
- κόκαλο στα δανικά - knogle, ben, knoglen, knogler, udbenet
Τυχαίες λέξεις
Κωπηλατώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ro, skænderi, række, mundhuggeri, kano, kanoen, kanoer, canoe
Μεταφράσεις: ro, skænderi, række, mundhuggeri, kano, kanoen, kanoer, canoe