Λαθρεμπόριο στα δανικά
Μετάφραση: λαθρεμπόριο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
smugling, smugleri, menneskesmugling, indsmugling, smugling af
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαθρεμπόριο
λαθρεμπόριο καυσίμων ονοματα, λαθρεμπόριο καυσίμων, λαθρεμπόριο τσιγάρων, λαθρεμπόριο πετρελαίου ονοματα, λαθρεμπόριο καπνού, λαθρεμπόριο λεξικό γλώσσας δανικά, λαθρεμπόριο στα δανικά
Μεταφράσεις
- λαγός στα δανικά - hare, haren, harer
- λαθρέμπορος στα δανικά - smugler, Smuggler, smugleren, Smuglerens, menneskesmugleren
- λαθροκυνηγός στα δανικά - Poachers, Krybskytter, krybskytterne, krybskyttere
- λαιμαργία στα δανικά - frådseri, grådighed, fråds, gluttony, Fraadseri
Τυχαίες λέξεις
Λαθρεμπόριο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: smugling, smugleri, menneskesmugling, indsmugling, smugling af
Μεταφράσεις: smugling, smugleri, menneskesmugling, indsmugling, smugling af