Λαρδί στα δανικά

Μετάφραση: λαρδί, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
svinefedt, fedt, spæk, fedtet, lard
Λαρδί στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λαρδί

λαρδί τι είναι, χοιρινό λαρδί, λαρδί συνταγή, φτιάχνω λαρδί, λαρδί λεξικό γλώσσας δανικά, λαρδί στα δανικά

Μεταφράσεις

  • λαξευτής στα δανικά - chiseler
  • λαξεύω στα δανικά - mejsel, HEW, hugge
  • λαρυγγικός στα δανικά - guttural, gutturalen, gutturale, gutturalt, strubelyd
  • λασκάρω στα δανικά - slæk, slack off, slap ud, slække ud, sin sjuskede
Τυχαίες λέξεις
Λαρδί στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: svinefedt, fedt, spæk, fedtet, lard